ουκσούκ
(ουσ. ουδ.)
ουκσούκ
[u'ksuk]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. yüksük = δαχτυλήθρα.
Δαχτυλήθρα
Συνών.
δαχτυλήθρα :1, δαχτυλίδι :2