ουιντουρντίζω
(ρ.)
ουγντουρντίζου
[uɣdur'dizu]
Φάρασ.
ουιdουρντίζω
[uidurˈdizo]
Αφσάρ.
ουγιτουρτίζω
[uʝi'turtizo]
Μαλακ.
ουιdουρντάω
[uidurˈdao]
Φάρασ.
ουγντουρντάου
[uɣdur'dau]
Φάρασ.
ουγιτούρ'σα
[uʝiʹtursa]
Μαλακ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. uydurmak = α) εφευρίσκω β) καταφέρνω γ) διαφθείρω δ) τακτοποιώ.
1. Τακτοποιώ
Αφσάρ., Φάρασ.
2. Ταιριάζω, προσαρμόζω
Μαλακ.
β.
Συναρμολογώ, συνδέω, αρμολογώ
Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025