ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουγντουρντίζω (ρ.) ουγντουρντίζου [uɣdur'dizu] Φάρασ. ουγντουρντάου [uɣdur'dau] Φάρασ. ουιdουρντίζω [uidurˈdizo] Αφσάρ. ουγιτουρτίζω [uʝi'turtizo] Μαλακ. ουιdουρντάω [uidurˈdao] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. uydurmak = τακτοποιώ.
1. Τακτοποιώ Αφσάρ., Φάρασ.
2. Προσαρμόζω Μαλακ.