ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ουιντουρντίζω (ρ.) ουγντουρντίζου [uɣdur'dizu] Φάρασ. ουιdουρντίζω [uidurˈdizo] Αφσάρ. ουγιτουρτίζω [uʝi'turtizo] Μαλακ. ουιdουρντάω [uidurˈdao] Φάρασ. ουγντουρντάου [uɣdur'dau] Φάρασ. ουγιτούρ'σα [uʝiʹtursa] Μαλακ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. uydurmak = α) εφευρίσκω β) καταφέρνω γ) διαφθείρω δ) τακτοποιώ.
1. Τακτοποιώ Αφσάρ., Φάρασ.
2. Ταιριάζω, προσαρμόζω Μαλακ.
β. Συναρμολογώ, συνδέω, αρμολογώ Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 24/07/2025