ουγντουρντίζω
(ρ.)
ουγντουρντίζου
[uɣdur'dizu]
Φάρασ.
ουγντουρντάου
[uɣdur'dau]
Φάρασ.
ουιdουρντίζω
[uidurˈdizo]
Αφσάρ.
ουιdουρντάω
[uidurˈdao]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. uydurmak = τακτοποιώ.
Τακτοποιώ
ό.π.τ.