ουγιουντούς
(επίθ.)
ουγιουντ͑ούς
[uʝunˈtʰus]
Φάρασ.
γιουντ͑ούς
[ʝunˈtʰus]
Φάρασ.
Θηλ.
ουγιουντ͑ούσα
[uʝunˈtʰusa]
Φάρασ.
γιουντ͑ούσα
[ʝunˈtʰusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθμ. uyuntu = κοιμισμένος, νωθρός, τεμπέλης.
Κοιμισμένος, νωθρός
ό.π.τ.