οτουράχ
(ουσ. ουδ.)
οτουράχ
[otuˈrax]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. ὀτουράκι = τόπος παραμονής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. oturak = α) κάθισμα β) κώλος γ) βάση έδρασης ε) τόπος παραμονής.
Είδος χαμηλού οικιακού σκαμνιού
Τροποποιήθηκε: 22/07/2025