ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οτουράχ (ουσ. ουδ.) οτουράχ [otuˈrax] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. ὀτουράκι = τόπος παραμονής, πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 20.3.22 «ἔχουν ἀπόφασιν νὰ ὑπάγουν ἴσια εἰς τὸ Μόροβα, ἢ εἰς τὴν Σεμέντραν, χωρὶς νὰ κάμουν ὀτουράκι εἰς κανένα ἄλλο μέρος», το οπ. από το τουρκ. ουσ. oturak = α) κάθισμα β) πάγκος κωπηλάτη γ) κώλος δ) βάση έδρασης ε) τόπος παραμονής.
Είδος χαμηλού οικιακού σκαμνιού