οτές
(ουσ. αρσ.)
οτές
[oʹtes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. öte = α) πέρα β) ως ουσ., αντίπερα όχθη, η πέρα πλευρά.
Πέρα, τέλος
:
|| Παροιμ.
Σου τσ̑αχ̇έλη το κατζ̑ί να δώσ’ ’τί, άκραν τζ̑’ οτές τζ̑ο βρίστσ̑εις
(Αν δώσεις σημασία στον λόγο του νέου, δεν βρίσκεις άκρη και τέλος˙ για την επιπολαιότητα των νέων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025