ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ότες (ουσ. ουδ.) ότες [ˈotes] Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. öte = α) πέρα β) ουσ., αντίπερα όχθη, η πέρα πλευρά.
Πέρα, ἀκρη : || Παροιμ. Σου τσ̑αχ̇έλη το καdζ̑ί να δώσ’ ’τί, άκραν τζ̑’ οτές τζ̑ο βρίστσ̑εις (Αν δώσεις σημασία στον λόγο του νεαρού ατόμου, δεν βγάζεις άκρη˙ Για την επιπολαιότητα των νέων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.