ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οτές (ουσ. αρσ.) οτές [oʹtes] Φάρασ. Από το τουρκ. επίρρ. öte = α) πέρα β) ως ουσ., αντίπερα όχθη, η πέρα πλευρά.
Πέρα, τέλος : || Παροιμ. Σου τσ̑αχ̇έλη το κατζ̑ί να δώσ’ ’τί, άκραν τζ̑’ οτές τζ̑ο βρίστσ̑εις (Αν δώσεις σημασία στον λόγο του νέου, δεν βρίσκεις άκρη και τέλος˙ για την επιπολαιότητα των νέων) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025