ότες
(ουσ. ουδ.)
ότες
[ˈotes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. öte = α) πέρα β) ουσ., αντίπερα όχθη, η πέρα πλευρά.
Πέρα, ἀκρη
:
|| Παροιμ.
Σου τσ̑αχ̇έλη το καdζ̑ί να δώσ’ ’τί, άκραν τζ̑’ οτές τζ̑ο βρίστσ̑εις
(Αν δώσεις σημασία στον λόγο του νεαρού ατόμου, δεν βγάζεις άκρη˙ Για την επιπολαιότητα των νέων)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.