ότιαντακ
(αντων.)
ότιαντακ
['otiadak]
Ουλαγ.
Από την αντων. ὅ,τι και το παλαιότ. τουρκ. και διαλεκτ. επίρρ. andak = α) χρον. τώρα, τότε β) ποσοτ., τόσο, μόνο (TS, λ. andak, THADS, λ. andak III, Tietze 2016, λ. andak). Εσφαλμένη η ετυμολόγ. του Dawkins (1916: 674), από την αναφορ. αντων. ό,τι, πληθ. ότια, και το τουρκ. επίρρ. dek = έως, μέχρι.
Πβ.
τίαντακ,
αντά
Όσος
:
Σόνα ότιαντακ μάλια ήταν, έπερέν ντα, πήγε
(Έπειτα όσα ήταν εκεί τα πήρε, έφυγε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Συνών.
όσος
Τροποποιήθηκε: 19/08/2025