ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ότιαντακ (αντων.) ότιαντακ ['otiadak] Ουλαγ. Από την αντων. ό,τι και το τουρκ. επίρρ. dek = έως, μέχρι.
Όσος : Σόνα ότιαντακ μάλια ήταν, έπερέν ντα, πήγε (Έπειτα πήρε όσα πράγματα υπήρχαν εκεί κι έφυγε) Ουλαγ. -Dawk. Συνών. καντάρ, όποσος