ότανκαι
(σύνδ.)
ότινgαι
[ˈotiŋɟe]
Αξ.
όdινgι
[ˈodiŋɟi]
Φλογ.
Από τον χρον. σύνδ. όταν τον σύνδ. και.
Όταν, μόλις
ό.π.τ.
:
Το φσ̑αχ' όdινgι είδεν το Γιαχουdή, αφήκεν, έφγα
(Το παιδί μόλις είδε τον Εβραίο, σηκώθηκε κι έφυγε)
Φλογ.
-Dawk.
Όdινgι μπαίρ' το φσ̑άχ', κουνdά το κάτω νάγι̂λα
(Όταν πιάνει το παιδί, το ρίχνει κάτω στην αυλή)
Φλογ.
-Dawk.
Το παιδί όdινgι τα είδεν «εγώ ετά σάνω dα καλά» είπε
(Το παιδί όταν την είδε είπε "εγώ αυτή θα την κάνω καλά")
Φλογ.
-Dawk.
Το ταζι̂́ όdινgι είδεν το αλιbήκα, έτρεξεν κατόψα τ'
(Το λαγωνικό όταν είδε την αλεπού, έτρεξε ξοπίσω της)
Φλογ.
-Dawk.
Συνών.
αφώσκαι :1, σαμού, όταν :1, τζας :1
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025