ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ότανκαι (σύνδ.) ότινgαι [ˈotiŋɟe] Αξ. όdινgι [ˈodiŋɟi] Φλογ. Από τον χρον. σύνδ. όταν τον σύνδ. και.
Όταν, μόλις ό.π.τ. : Το φσ̑αχ' όdινgι είδεν το Γιαχουdή, αφήκεν, έφγα (Το παιδί μόλις είδε τον Εβραίο, σηκώθηκε κι έφυγε) Φλογ. -Dawk. Όdινgι μπαίρ' το φσ̑άχ', κουνdά το κάτω νάγι̂λα (Όταν πιάνει το παιδί, το ρίχνει κάτω στην αυλή) Φλογ. -Dawk. Το παιδί όdινgι τα είδεν «εγώ ετά σάνω dα καλά» είπε (Το παιδί όταν την είδε είπε "εγώ αυτή θα την κάνω καλά") Φλογ. -Dawk. Το ταζι̂́ όdινgι είδεν το αλιbήκα, έτρεξεν κατόψα τ' (Το λαγωνικό όταν είδε την αλεπού, έτρεξε ξοπίσω της) Φλογ. -Dawk. Συνών. αφώσκαι :1, σαμού, όταν :1, τζας :1
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025