ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ότη (επίθμ.) -ότη [-ˈoti] Αξ., Φερτάκ. -ότε [-ˈote] Φάρασ. -ότ' [-ot] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ. -όσ̑' [-oʃ] Αξ., Αραβαν., Γούρδ. Από το αρχ. επίθμ. -ότης με ήδη μεσν. αποβολή του τελικού και μεταπλ. αναλογ. προς τα θηλ ουσ. σε (βλ. Χατζιδάκις 1912: 7, CGMG 533-534).
Μετουσιαστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν ιδιότητα ή κατάσταση ό.π.τ. : κορασιότη (νιάτα κοριτσιού) Αξ. νιότη (νεότητα) Μισθ., Σινασσ., Φλογ., Τροχ. νυφιότ' (τα καθήκοντα της νύφης) Μισθ., Φάρασ., Φερτάκ., Αξ., Αραβαν., Ανακ. παλληκαριότη (παλληκαροσύνη) Αξ. συντεκνιότη (κουμπαριά) Ανακ. χηριότη (χηρεία) Μαλακ. Πβ. -άδα, -λίκι, -σύνη
Τροποποιήθηκε: 21/07/2025