ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

οστό (ουσ. ουδ.) 'στόν [ston] Φάρασ. 'στό [sto] Φάρασ. στιάς [stças] Αραβαν. στσ̑ας [stʃas] Αραβαν. στας [stas] Γούρδ. Πληθ. στέα ['stea] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ. στε [ste] Τσουχούρ., Φάρασ. στσ̑ά [stʃa] Αραβαν. στσ̑άτα [ˈstʃata] Αραβαν. Από το αρχ. ουσ. ὀστέον-ὀστοῦν.
1. Οστό, κόκκαλο ό.π.τ. : Έθηκάν ντα τα στέ του σην Αγία Τράπεζα 'ποπουκάτου (Έβαλαν τα οστά του (του Αγ. Αρσενίου) κάτω από την Αγία Τράπεζα) Τσουχούρ. -VLACH Ο σπήος πάλ' 'έμει 'ιδίουν 'στε (Η σπηλιά πάλι είναι γεμάτη με κόκκαλα γιδιών) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Πέτασαν και 'ς εμένα ένα στσ̑άς και τσάκωσα το ζόνdζ̑ι μ' (Πέταξαν και σε μένα ένα κόκκαλο και έσπασα το δόντι μου) Αραβαν. -Φωστ. || Φρ. Ρεχιού το στιάς (Κόκκαλο της ράχης˙ Ραχοκοκκαλιά) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 Μασάς του παππούκα σου τα στε (Μασάς τα κόκκαλα του παππού σου˙ για εκείνους που δεν κρατούσαν την νηστεία) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Μάνα σ’ και βαβά σ’ τα στσ̑ά του (Τα κόκκαλα της μάνας σου και του πατέρα σου˙ ύβρις) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 403 || Παροιμ. Η γουώσα ’στόν τζ̑ό ’σ̑ει, τσ̑άπου ’υρεύ' ’υρίζει (Η γλώσσα κόκκαλο δεν έχει, όπου θέλει γυρίζει˙ Για τους φλύαρους ή συκοφάντες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το στσ̑υλλί σαμού 'αλεί, βίνεπ' τα σο στόμα του 'α 'στό (Το σκυλί όταν γαβγίζει πέτα του στο στόμα ένα κόκκαλο˙ Για την αποτελεσματικότητα της διπλωματίας ή της δωροδοκίας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κεμίκι, οστούδι
2. Κνήμη Φάρασ. Συνών. μπαλντίρι