όρφι
(ουσ. ουδ.)
όρφι
[ˈorfi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. örf = α) έθιμο β) διαλεκτ., στάση που προκαλεί φόβο.
Επιβολή, επιβλητικότητα
Σινασσ.
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025