όρφι
(ουσ. ουδ.)
όρφι
[ˈorfi]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. örf = α) έθιμο β) (ως διαλεκτ. σημ.) στάση που προκαλεί φόβο.
Η επιβολή
Σινασσ.