ορταχτσής
(ουσ. αρσ.)
ορτ͑αχτσ̑ής
[ortʰaxˈtʃis]
Φάρασ.
Θηλ.
ορτ͑αχτσ̑ίσα
[ortʰaxˈtʃisa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ortakçı = μισθωτός καλλιεργητής, μεσιακάρης.
Συνέταιρος, γεωργός που καλλιεργεί μέρος της γης άλλου, αμοιβόμενος με ένα μέρος της σοδειάς
ό.π.τ.
Συνών.
ορτάχος