ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ορταχέψιμα (ουσ. ουδ.) ορταχέψιμα [ortaˈçepsima] Φάρασ. Από το θ. ορταχεψ- του ρ. ορταχεύω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια και το αποτέλσμα του ρ. ορταχεύω, το συνόριασμα Φάρασ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024