ορταχέψιμα
(ουσ. ουδ.)
ορταχέψιμα
[ortaˈçepsima]
Φάρασ.
Από το θ. ορταχεψ- του ρ. ορταχεύω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Η ενέργεια και το αποτέλσμα του ρ. ορταχεύω, το συνόριασμα
Φάρασ.