ορτάχος
(ουσ. αρσ.)
ορτ͑άχος
[orˈtʰaxos]
Φάρασ., Φλογ.
ορτάχους
[orˈtaxus]
Φάρασ.
ορτάχ
[orʹtax]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. ortak, όπου και διαλεκτ. τύπ. ortah = α) συνέταιρος, συνεργάτης, συνεργός β) κοινός, από κοινού γ) συν-σύζυγος σε πολυγαμικό γάμο (με την σημ. α). Πβ. ποντ. ορτάκης = συνέταιρος.
1. Συνεργάτης, συνέταιρος σε εργασία
Φλογ.
:
Νιγόταν ορτάχ' και παίνισ̑καν και κάμισ̑καν μάγγανο
(Γίνονταν συνέταιροι και πήγαιναν και δούλευαν στο μάγγανο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
2. Ειδικότ., γεωργός που καλλιεργεί μέρος της γης άλλου, αμοιβόμενος με ένα μέρος της σοδειάς
Φάρασ.
:
Όταν θερίσκαμε το στάρι το παίρνκαμε μισά μισά· τον άλλον τον λένκανε ορτάχο
(Όταν θερίζαμε το στάρι το παίρναμε μισά μισά· τον άλλον τον έλεγαν ορτάχο)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Σήκω, ε ορτάχ̇ε, να μαδίσουμ' το κ'θάρι
(Σήκω, ρε κολλήγα, να θερίσουμε το κριθάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
Το ψέμα μο το 'ληθώτικο όρτάχος τζ̑ο 'ίνεται
(Το ψέμα με την αλήθεια σύντροφοι δεν γίνονται˙ Το ψέμα και η αλήθεια είναι δύο ασυμβίβαστες έννοιες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ορταχτσής