ορταχεύω
(ρ.)
ορτ͑αχ̇εύω
[ortʰaˈxevo]
Φάρασ.
Από το ουσ. ορτάχος και το παραγωγ. επίθμ. -εύω. Για τη σημ. πβ. τουρκ. φρ. ortak sınırı olmak = συνορεύω.
Συνορεύω
Φάρασ.