ορταλίκι
(ουσ. ουδ.)
ορταλι̂́κ'
[ortaˈlɯk]
Ουλαγ., Σεμέντρ.
ορταλούκ'
[ortaˈluk]
Αξ.
ορταλίχ̇ι
[ortaˈlixi]
Φάρασ.
ορταλι̂́χ'
[ortaˈlɯx]
Αξ., Αραβαν., Ουλαγ., Φλογ.
ορταλούχ'
[ortaˈlux]
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
ολταλίχ'
[olta'lıx]
Γούρδ.
ορταλίγα
[ortaˈliɣa]
Μαλακ., Τροχ.
νορταλίγα
[nortaˈliɣa]
Φλογ.
Νεότ. ουσ. ορταλίκι = α) περιβάλλον β) τόπος γ) γειτονιά (Mackridge 2021: 132), το οπ. από το τουρκ. ουσ. ortalık = α) μέση β) περιβάλλον γ) κόσμος, άνθρωποι, όπου και διαλεκτ. τύπ. οrtalıh. O τύπ. νορταλίγα ως αποτέλεσμα της μετατόπισης των ορίων των μορφημάτων κατά την συμπροφ. με το το ληκτικό [n] της προηγούμενης λέξης.
1. Το κέντρο, η μέση κάποιου αντικειμένου ή χώρου
ό.π.τ.
:
Αυληγιού τ’ ορταλίχ' στρωμένο ένα σοφρά
(στη μέση της αυλής στρωμένο ένα τραπέζι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Έννε ένα σ̑ύννεφο και ένα πατιρντί και το παλληκάρ’ χάρη ας τ’ ορταλίχ'
(έγινε ένα σύννεφο κι ένας θόρυβος και το παλληκάρι χάθηκε από την μέση)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Tότε ήρταν στρατού σ’ ολταλι̂́χ'
(Tότε ήρθαν στη μέση του στρατού)
Γούρδ.
-Dawk.
Αλλαγιού νορταλι̂́γα είχαν και τεφ με τσαλqι̂́δια
(Στη μέση της πομπής είχαν και ντέφι με μουσικά όργανα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
'ς νταgιζιού ντ' ορταλούχ ντυό παμboύρια παίνι
(Στη μέση της θάλασσας δυό βαπόρια πάνε)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Εγώ να κρέψω ένα τσοσμέ στράτας το ορταλίγα να τρέξ' κρασί
(Εγώ θα ζητήσω μιά βρύση στη μέση του δρόμου να τρέξει κρασί)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
Τουντουρόσ̑'λο τον ορταλούχ έκατσε
(Έκατσε στη μέση του δωματίου με το ταντούρι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
|| Φρ.
Νίσ̑κουμαι ασ' τ' ορταλι̂́χ
(Γίνομαι από την μέση˙ Βγαίνω από τη μέση, εξαφανίζομαι)
Αραβαν.
-Φωστ.
Συνών.
αναμεσαριά, μέση
β.
Ειδικότ., η μέση, το μεσαίο τμήμα του κορμού έμψυχου όντος
Αξ.
:
Πσ̑άσεν το ασλάν' ας τ’ ορταλίχ
(έπιασε το λιοντάρι από την μέση
)
Αξ.
-Dawk.
γ.
Ως επίρρ., στη μέση, στο κέντρο
Αξ., Γούρδ., Φλογ.
:
Κονώσεν τα νορταλίγα
(τα έρριξε στη μέση
)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
2. Το μισό τμήμα πράγματος
Μαλακ.
3. Η κατάσταση
Ουλαγ., Φάρασ.
4. Ο (εξωτερικός) χώρος
Αξ., Μισθ., Σεμέντρ., Φλογ.
:
Τ’ ορταλίχ άσπρισεν να φωτισ̑’
(τα γύρω άσπρισαν, θα φέξει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Μπουλάντ’σιν ντ’ ορταλούχ
(συννέφιασε η περιοχή)
Μισθ.
-Κοτσαν.
T' ορταλι̂́χ' πέρκια πάγος 'τονε
(Έξω έκανε πολύ κρύο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ξέβαλα το σ’ ορταλíκ’
(Το έβγαλα έξω)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Κουντούν το ακόν', ορταλούχ νίσκεται παγούρια
(Πετούν το ακόνι, ο τόπος γίνεται πάγος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
γερ, γιάνι, μεριά, μέρος, τόπος
β.
Ειδικότ., ο ουρανός
Μισθ.
:
Γιομώχην ντ' ορταλούχ συννύφαδα
(γέμισε ο ουρανός σύννεφα
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μαύρισι το ορταλούχ, πιάσι να βρέξ'
(Μαύρισε ο ουρανός, έπιασε να βρέχει
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
5. Η κοινωνία, ο κόσμος. Πβ. ortalık düzelmek = o κόσμος μπαίνει σε τάξη.
Φάρασ.