ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιάνι (ουσ. ουδ.) γιάνι [ˈʝani] Μισθ. γιάν' [ʝan] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yan = πλευρά, πλευρό.
1. Πλευρά, μεριά, πλάι ό.π.τ. : Πήγα τράν'σα σα δυό γιάνια τ' (Πήγα κοίταξα κι απ' τις δυο πλευρές της) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Bγαίνιξαμ' απ' ιτά 'ου γιάνι, φούρου φούρου, ούλου 'ου γιαζού κρούϊξαμ' ντου κάτ', ερόμιστι απ' τ' άλλου γιάν' (Βγαίναμε από αυτή την μεριά, γύρω γύρω, σε όλα τα χωράφια τα χτυπούσαμε (τα πουλιά), ερχόμασταν από την άλλη μεριά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εξ κουπέε στο 'ναν ντου γιάν' τσ̑' εξ κουπέε 'ς τ' άλλου ντου γιάν' (Έξι τρούλοι στην μιά την πλευρά κι έξι τρούλοι στην άλλη την πλευρά) Μισθ. -ΙΛΝΕ Ση μεσ' εγώ και στα γιάνια τα παιδιά μ' και qούλτωσα τα παιδιά μ' και δεν έπεσαν ση θάλασσα (Στην μέση εγώ και στα πλάγια (μου δεμένα) τα παιδιά μου, και (έτσι) γλύτωσα τα παιδιά μου και δεν έπεσαν στην θάλασσα) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Κόβου λίου απ' τα γιάνια τ' κιριάς (Κόβω λίγο κρέας απ' πλευρά του) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Σάνιξαμ' απαπάν' πα̈́νdζαρα, λέ', όχι από τα γιάνια, λέ' (Φτιάχναμε από πάνω παράθυρα, λέει, όχι από τα πλάγια, λέει) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Έρουμι σου γιάνι τ' (Έρχομαι στο πλευρό του, δίπλα του) Μισθ. -Κοτσαν. Όποιο γιάνι σ' σι̂λατά το ψ̑η σ' ικεί 'ναι (Όποια πλευρά σου πονάει, εκεί είναι η ψυχή σου) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Πιάσι μι απ' τα γιάνια (Με έπιασε από τα πλάγια˙ με πήρε από τα μούτρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. γόλι, κετσέ, μεριά, μερόθες, ταράφι
2. Τόπος, μέρος Μισθ. : Πήι 'ς ένα γιάν' (Πήγε σ' έναν τόπο) Μισθ. -ΙΛΝΕ Συνών. γερ, μεριά, μέρος, ορταλίκι, τόπος
3. Πλαγιά Μισθ. : Ντα πρόγαdα τρέισκαν σ' ούλα ντα γιάνια (Τα πρόβατα έτρεχαν σ' όλες τις πλαγιές) Μισθ. -Φατ. Βουνιού ντου γιάν' έχτισαμ' τ' Άι-Ελιά (Στην πλαγιά του βουνιού χτίσαμε (το ξωκλήσι) του Άι-Λια) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γιαμάτς :1, κάχι, μπουλάι, ράχη :2
4. Μτφ., το ένα από τα δύο (ή περισσότερα) πρόσωπα, ομάδες, μέρη ενός ευρύτερου συνόλου Μισθ. : Απ' τὄνα ντου γιάν' τσ̑όουν "Παναγιά", απ' ντ' άλλου ντου γιάν' τσ̑όουν "Άγιος Πανdελεήμων" (Αναφορικά με το πώς ονομάστηκε μιά εκκλησία: οι μεν ήθελαν Παναγία, οι δε Άγιος Παντελεήμονας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. ταράφι