γιανούς
(ουσ. αρσ.)
γιανούς
[ʝaˈnus]
Ανακ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
γιανού
[ʝaˈnu]
Μισθ.
γιανdούς
[ʝanˈdus]
Σίλατ.
γιανίχος
[ʝaˈnixos]
Σινασσ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yallı (kurt) = ύαινα, όπου και τύπ. yannı (βλ. THADS, λ. yallı I, yannı ΙΙΙ). Δεν σχετίζεται με το αρχ. ουσ. ὕαινα όπως πρότεινε ο Κωστάκης (1977: 522).
1. 'Υαινα
ό.π.τ.
:
Ανέβην 'ς ένα δέντρο, γιατί φοβούτον τα θεριά και τους γιανίχους, και κοιμήθην
(Ανέβηκε σ' ένα δέντρο, γιατί φοβόταν τα θεριά και τις ύαινες, και κοιμήθηκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
σιρτλάγκος :1
2. Στοιχειό με μορφή ύαινας, που κατά την λαϊκή δοξασία ξέθαβε τους νεκρούς που δεν ήταν χριστιανοί και τους έτρωγε
ό.π.τ.