γιαπί
(ουσ. ουδ.)
γιαπί
[ʝaˈpi]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
γιαπού
[ʝaˈpu]
Σίλ., Φλογ.
Πληθ.
γιαπούδια
[ʝaˈpuðʝa]
Φλογ.
γιαπούζια
[ʝaˈpuzʝa]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. yapı = οικοδόμημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yapi.
Γιαπί, οικοδομή
ό.π.τ.
:
Νινέ μ' Μαρία δούλεψε σο γιαπί
(Η γιαγιά μου η Μαρία δούλεψε στην οικοδομή))
Ανακ.
-Κωστ.Α.
'πόμ'νι τ' γιαπού γιομάτου κραφιά κι ταχτά
(Έμεινε το γιαπί γεμάτο καρφιά και σανίδια)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.