ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαπί (ουσ. ουδ.) γιαπί [ʝaˈpi] Ανακ., Μαλακ., Σινασσ. γιαπού [ʝaˈpu] Σίλ., Φλογ. Πληθ. γιαπούδια [ʝaˈpuðʝa] Φλογ. γιαπούζια [ʝaˈpuzʝa] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. yapı = οικοδόμημα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yapi.
Γιαπί, οικοδομή ό.π.τ. : Νινέ μ' Μαρία δούλεψε σο γιαπί (Η γιαγιά μου η Μαρία δούλεψε στην οικοδομή)) Ανακ. -Κωστ.Α. 'πόμ'νι τ' γιαπού γιομάτου κραφιά κι ταχτά (Έμεινε το γιαπί γεμάτο καρφιά και σανίδια) Σίλ. -Ταλιανίδ.Ερωτημ.