γιαπουτζής
(ουσ. αρσ.)
γιαπουτζής
[ʝapuˈdzis]
Σίλ., Φάρασ.
Πληθ.
γιαπουτσήδες
[ʝapuˈtsiðes]
Σινασσ.
γιαπουτζήροι
[ʝapuˈdziri]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. yapıcı = α) κατασκευαστής β) οικοδόμος γ) ως επίθ., δημιουργικός.
Οικοδόμος
:
Την ευίτσα ερχούσανdε πάλι οι γιαπουτζήδες τζ̑αι χτίνκανε μο το κουνdελίκ'
(Το πρωί έρχονταν πάλι οι οικοδόμοι και χτίζανε με το μεροκάματο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γιαπουτζήροι αφήκασ̑ι το σπίτσ̑ι μισό
(Οι οικοδόμοι άφησαν το σπίτι μισό)
Σίλ.
-Ταλιανίδ.Ερωτημ.
Συνών.
μάστορας