γιαραλής
(επίθ.)
γιαραλούς
[ʝaraˈlus]
Φάρασ.
γιαραλού
[ʝaraˈlu]
Αξ.
Θηλ.
γιαραλούσα
[ʝaraˈlusa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. yaralı = τραυματισμένος.
Αυτός που έχει τραυματιστεί, που φέρει πληγές
ό.π.τ.
:
|| Παροιμ.
'ς τo γιαραλούν το πουλί τ͑έρ' ντε κ͑ουνdούν
(Στο πληγωμένο πουλί πέτρα δεν ρίχνουν˙ δεν πρέπει να επιδεινώνουμε την κατάσταση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαραδιάρης, κρούω, χτρίζω