ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαραλής (επίθ.) γιαραλούς [ʝaraˈlus] Φάρασ. γιαραλού [ʝaraˈlu] Αξ. Θηλ. γιαραλούσα [ʝaraˈlusa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. yaralı = τραυματισμένος.
Αυτός που έχει τραυματιστεί, που φέρει πληγές ό.π.τ. : || Παροιμ. 'ς τo γιαραλούν το πουλί τ͑έρ' ντε κ͑ουνdούν (Στο πληγωμένο πουλί πέτρα δεν ρίχνουν˙ δεν πρέπει να επιδεινώνουμε την κατάσταση των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γιαραδιάρης, κρούω, χτρίζω