γιαρασουρένιος
(επίθ.)
Ουδ. Πληθ.
γιαρασουρένια
[ʝarasuˈreɲa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. επίθ. yararsız = ανώφελος, άχρηστος, με μετάθ. του [r] και με παραγωγ. επίθμ. -ένιος.