γιαρί
(επίθ.)
γιαρί
[ʝaˈri]
Σίλ.
γιάρι̂
[ˈʝarɯ]
Ουλαγ., Φλογ.
γιαρού
[ʝaˈru]
Μισθ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
γερού
[ʝeˈru]
Φάρασ.
γιάρισι
[ˈʝarisi]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίθ. yarı = μισός. Ο τύπ. γιαρισί από τον τουρκ. πτωτικό τύπ. yarısı.
1. Μισός
ό.π.τ.
:
Το καμμένο τ’ άλειμμα το γιαρού κούμbασέν ντα σο γ̇ιρίχου το στόμα
(Το μισό καμένο βούτυρο το έβαλε στο στόμα του εραστή)
Φάρασ.
-Dawk.
Δώdζ̑εν 'κατό λίρες να ιδεί το γερού τον γκοβντά τ'ς
(Έδινε εκατό λίρες να δει το μισό σώμα της)
Φάρασ.
-Dawk.
Έψ̑ησέν ντα, γιάρισι τ’ έφαέν ντα
(Το έψησε, το μισό το έφαγε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Να φτένεις μέλι, τσ̑αι του γιαρού να γλυτσ̑αινέσκει τα ισάνα̈, τσ̑αι του γιαρού ν'τα σ̑αφτίζει
(Να φτιάχνεις μέλι, και το μισό να γλυκαίνει τους ανθρώπους, και το μισό να τους φωτίζει)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Σο Ξουρτσάιδι καθούμεστε Φαρασιώτοι τσ̑αι στέρου του γερού 'υρίσανdε Τούρτσ̑οι
(Στο Ξουρτσάιδι ζούσαμε Φαρασιώτες, και ύστερα οι μισοί αλλαξοπίστησαν κι έγιναν Τούρκοι)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'πότ' πιάν'νε αλάι, τα γιαρού τ'νε ασ' ένα γιάν' και τα γιαρού τ'νε αλλο γιάν' με το σειρά τραγώδαναν
(Όταν έπιαναν τον χορό οι μισοί απ' την μιά πλευρά και οι μισοί από την άλλη τραγουδούσαν με την σειρά)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γιαρίμι, ήμισυς, μισιάρι :1
2. Ως ουσ., το μισό
ό.π.τ.
:
Ερχούσανdι τ' άου την ημέρα μο τον αραπά, παίρκανι του γιαρού ατσ̑είνα, 'φήγκανι του γιαρού σι μάς
(Ερχόντουσαν την άλλη μέρα με το κάρο, έπαρναν το μισό εκείνοι, άφηναν το μισό σε μάς)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Νύχτας το γιαρού
(Το μισό της νύχτας˙ μεσάνυχτα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Γιαρού νυέχτα
(Μεσάνυχτα)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
ήμισυς, Πβ.
γιαρί γιολού
3. Ως επίρρ., κατά το ήμισυ
Φλογ.
:
'φήκεν το γιάρι̂ τζ̑αμνι̂́
(Τον άφησε μισοπεθαμένο)
Φλογ.
-Dawk.