μισιάρι
(επίθ.)
Ουδ.
μισιάρι
[miˈsçari]
Σινασσ.
μισιάρ'
[misˈçar]
Τροχ.
μισ̑άρ’
[miˈʃar]
Μισθ., Σινασσ.
μισ̑έρ'
[miˈʃer]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το νεότ. επίθ. μισιάρι και μισάρι (LBG), το οπ. από το επίθ. ήμισυς και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
2. Ημιτελής
Αξ., Τροχ., Φλογ.
:
Τ’ όργο ’πόμ’νε μισ̑έρ’
(Η δουλειά έμεινε ημιτελής)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πήγαν τα μαστόρια σο Σεφέρμπελί, 'πόμεν μισιάρ'
(Οι μαστόροι πήγαν στον Πόλεμο, έμεινε μισή, ενν. η εκκλησία)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.
3. Μισογεμισμένος
Αξ., Σινασσ.
:
Το λαγήν’ 'πόμ’νεν μισ̑έρ’, γιόμω τ’ απάνω τ’
(Η στάμνα έμεινε μισογεμισμένη, γέμισέ την μέχρι απάνω)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
4. Για χωράφια, συνεταιρικό, μισό-μισό, μισιακό
Μισθ.