ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μισιάρι (επίθ.) Ουδ. μισιάρι [miˈsçari] Σινασσ. μισιάρ' [misˈçar] Τροχ. μισ̑άρ’ [miˈʃar] Μισθ., Σινασσ. μισ̑έρ' [miˈʃer] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το νεότ. επίθ. μισιάρι και μισάρι (LBG), το οπ. από το επίθ. ήμισυς και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Μισός Μαλακ., Μισθ., Σινασσ. Συνών. γιαρί, γιαρίμι, ήμισυς
2. Ημιτελής Αξ., Τροχ., Φλογ. : Τ’ όργο ’πόμ’νε μισ̑έρ’ (Η δουλειά έμεινε ημιτελής) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πήγαν τα μαστόρια σο Σεφέρμπελί, 'πόμεν μισιάρ' (Οι μαστόροι πήγαν στον Πόλεμο, έμεινε μισή, ενν. η εκκλησία) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.
3. Μισογεμισμένος Αξ., Σινασσ. : Το λαγήν’ 'πόμ’νεν μισ̑έρ’, γιόμω τ’ απάνω τ’ (Η στάμνα έμεινε μισογεμισμένη, γέμισέ την μέχρι απάνω) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
4. Για χωράφια, συνεταιρικό, μισό-μισό, μισιακό Μισθ.