μισότρο
(ουσ. ουδ.)
μισότρο
[miˈsotro]
Σινασσ.
Από το νεότ. ουσ. μισόλιτρον (Λεξ. Σομ. λ. μισόλιτρον), το οπ. από το επίθ. μισός και το ουσ. λίτρα με παραγωγ. επίθμ. -ον με συγκοπή και ακόλουθη απλοπ. συγμπλέγματος (μισόλ'τρο > μισότρο).
Δοχείο νερού ή κρασιού, χωρητικότητας μισής λίτρας, δηλ. τριών οκάδων
Σινασσ.
:
Σευτύς σηκώθην, πήρεν ένα συρίχτρα κι ένα χτέν’, ένα σαπών’ και ένα μισότρο κωθών’ νερό μαγεμένο
(Αμέσως (η Πεντάμορφη) σηκώθηκε, πήρε μιά σφυρίχτρα και ένα χτένι, ένα σαπούνι και ένα μισόλιτρο δοχείο με νερό μαγεμένο)
Σινασσ.
-Αρχέλ.