ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μιτάνα (ουσ. θηλ.) μιτάνα [miˈtana] Φάρασ. μιdάνα [miˈdana] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. mevtan = τρελός (Redhouse). Ο τύπ. μιdάνα με ηχηροπ. Δεν ισχύει η ετυμολόγηση του Καρολίδη (1885: 194-195) ότι η λ. συνδέεται με ινδοευρωπαϊκής προέλευσης λέξεις με την σημ. 'μέλι' ή 'μεθώ'.
Γυναίκα έξω φρενών, σε έξαλλη κατάσταση.