μιχτανούς
(ουσ. αρσ.)
μιχτανούς
[mixtaʹnus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mıhtan και mihtan = ανάμεικτο αλεύρι από την άλεση κριθαριού, σιταριού και σίκαλης, το οπ. από το αρχ. επίθ. μεικτόν. Για την ετυμολόγηση της τουρκ. λ. από την ελληνική, βλ. Kabataş (2009: 428).
Σμιγάδι, αλεύρι από μείγμα σταριού και κριθαριού
Φάρασ.