ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μοιάζω (ρ.) μοιάζω [ˈmɲazo] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ. μοιάζου [ˈmɲazu] Μισθ., Σίλ. μοιέζου [miˈezu] Φάρασ. μέζω [ˈmezo] Ουλαγ., Σεμέντρ. Παρατατ. μοιάισ̑κα [ˈmɲaiʃka] Φάρασ., Φλογ. Αόρ. έμοιασα [ˈemɲasa] Αραβαν., Μαλακ. ήμοιασα [ˈimɲasa] Φλογ. Από το αρχ. ρ. ὁμοιάζω. Ο τύπ. μοιάζω με αποβολή άτονου αρκτ. φων. ήδη μεσν. Ο τύπ. μέζω με ομαλή στο ιδ. Ουλαγ. συναλοιφή [ia] > [e], πβ. μυαλό > μελό, Κυριακή > Κερεκή (Κεσίσογλου 1951: 9).
Μοιάζω ό.π.τ. : Tούτα τα ρυό ρε μοιάζουσ̑ι (Αυτά τα δύο δεν μοιάζουν) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κουκουινού λαγιά ρε μοιάζει (Δεν μοιάζει με λάλημα πετεινού) Σίλ. -Κωστ.Σ. Ντε τρώγω μήλα γιατσ̑ί μοιάζουμ πατισ̑αχιού κοριτσ̑ού τα μισ̑ίρια, νε κεράσ̑α γιατσ̑ί μοιάζουν τα χείλια τ’ (Δεν τρώω μήλα γιατί μοιάζουν με τα μάγουλα της κόρης του βασιλιά, ούτε κεράσια γιατί μοιάζουν με τα χείλια της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ένι μιά σον Τσόκο, απαντέχω μοιάζεις συ κείνη (Είναι μιά στη συνοικία του Τσάκωνα, νομίζω ότι της μοιάζεις) Σίλ. -Συλλ. Ηύραμε κι ένα σημαδεμέν’, να την διεις μοιάζει σαν τον όλιο (Σου βρήκαμε και μιά αρραβωνιαστικιά, να την δεις μοιάζει σαν τον ήλιο) Σινασσ. -Λεύκωμα Σου τρέξιμου μοιάζου αν' d' άλουγου (Στο τρέξιμο μοιάζω σαν άλογο) Μισθ. -Κοτσαν. Ιτό μέζ’ το ’μον το κορίσ̑' (Αυτή μοιάζει με την κόρη μου) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Έdειξε το παιρί «Ετό τσ̑ίνα έμοιασε ντεμ μπόρ’σα να το μάρω» (Έδειξε το παιδί «Αυτό τίνος έμοιασε, δεν μπόρεσα να το καταλάβω») Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ήρτεν δίπλα τ’ ένα ναίκα γερόντισσα, έμοιαζε μιά γειτόνισσά τ’ (Ήρθε δίπλα του μιά γυναίκα, έμοιαζε μιας γειτόνισσάς του) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκεί σο ίσιωμα ήτον ένα ίσιο γαγιά σαν τραπέζι και γύρω γύρω άλλα γαγιάδια έμοιαζαν άνθρωποι που καθόσαν διπλοπόδι (Εκεί στο ίσιωμα ήταν ένας ίσιος βράχος σαν τραπέζι και γύρω γὐρω άλλοι βράχοι έμοιαζαν με ανθρώπους που καθόταν σταυροπόδι) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Το ρένκι τ’ μοιάζ’ σαν το πανί (Το χρώμα του μοιάζει σαν το πανί˙ έγινε άσπρος σαν το πανί, χλώμιασε) -Χωλόπ. || Ασμ. To σ̑όνι ένι άσπρο, μοιέζεις μο 'ζ αυίτσας τ' άστρο ( To χιόνι είναι άσπρο, μοιάζεις με της αυγής το άστρο) Φάρασ. -Λαμπρ. Το σείσμα και το γύρισμα του Κωνσταντή μοιάζει (Οι κινήσεις του μοιάζουν με του Κωνσταντή) Σινασσ. -Lag. Συνών. τραβώ