μοιράζω
(ρ.)
μοιράζω
[miˈrazo]
Αξ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
μεράζω
[meˈrazo]
Σίλ.
Αόρ.
μοίρασα
[ˈmirasa]
Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Φάρασ.
μέρασα
[ˈmerasa]
Μισθ., Σίλ.
Παθ.
μοιράζουμαι
[ˈmirazume]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Φάρασ.
Αόρ.
μοιράσ̑τα
[miˈraʃta]
Αξ.
Από το μεσν. ρ. μοιράζω < μεταγν. μοιράω-ῶ. Ο τύπ. μεράζω ήδη νεότ.
1. Μοιράζω, διανέμω
ό.π.τ.
:
Πατισ̑άχος μοίρασε σεράντα γουσ̑ακλούρια κρασ̑ί
(Ο βασιλιάς μοίρασε σαράντα μεγάλα βαρέλια κρασί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μεράζουσ̑ι μεζέρες
(Μοιράζουν μεζέδες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ας ντο μοιράσωμ', ας πάρωμ' ούλλα μας απ’ ένα ντάλ’
(Ας τη μοιράσουμε, ενν. τη συκιά, ας πάρουμε όλοι μας από ένα κλαδί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πότε ψυχομαχάει μοιράζουμ' στους φτωχούς σαράντα γρόσια
(Όταν είναι στον επιθανάτιο ρόγχο, μοιράζουμε στους φτωχούς σαράντα γρόσια)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ντο νεκκλησά μέσα οπ' μοιράζου κεριά, ντο χατζή dίνου ντο ερυό κεριά
(Μέσα στην εκκλησία, όταν μοιράζουν κεριά, σε όποιον είναι χατζής δίνουν δύο κεριά)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τεός μοίρασε στο κόσμο ούλα τα καλά
(Ο Θεός μοίρασε στον κόσμο όλα τα καλά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Σαραdούρι μας μέρασαμι ’κατό κεριά
(Στο μνημόσυνό μας μοιράσαμε εκατό κεριά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ούλου του μερέσιν dου μερασέν dα
(Όλο το μερίδιό του το μοίρασε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μοίραζι όλου δου gόσμου, αγάπανι όλου δου γκόσμου
(Μοίραζε σε όλο τον κόσμο, αγαπούσε όλο τον κόσμο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Παροιμ.
Ποτε είσαι λιαρό, το μάλι σ' 'ς τα φσ̑άχα σ' με το μοιράζ̑εις
(Όσο είσαι γερός, την περιουσία σου στα παιδιά σου μη την μοιράζεις˙ αν μοιράσεις από νωρίς την περιουσία σου στα παιδιά σου, δεν θα σε φροντίσουν όταν αρρωστήσεις)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Τα χέρια σ΄ αν τον κράτησαν, τα χέρια σ’ αν τον έθαψαν
ψωμί κηρί του μοίρασες, Θεγός να σ’ τα πληρώσει ((Τα χέρια σου αν τον κράτησαν, τα χέρια σου αν τον έθαψαν
ψωμί κερί του μοίρασες, ο Θεός θα σ' τα ξεπληρώσει)) Σινασσ. -Lag. Συνών. νταγιτίζω, παρτσαλαντίζω :3, ταχσίζω
ψωμί κηρί του μοίρασες, Θεγός να σ’ τα πληρώσει ((Τα χέρια σου αν τον κράτησαν, τα χέρια σου αν τον έθαψαν
ψωμί κερί του μοίρασες, ο Θεός θα σ' τα ξεπληρώσει)) Σινασσ. -Lag. Συνών. νταγιτίζω, παρτσαλαντίζω :3, ταχσίζω
2. Μεσοπαθ., μοιράζομαι
ό.π.τ.
:
’γώ ’δου γαΐλ τζ̑ο ’ίνουμαι, ’α ν’ τα μοιραστούμε ΄ς τη μέση
(Εγώ δεν συμφωνώ με αυτό, να τα μοιραστούμε στην μέση)
Ταντίστε ατέ τζαι μοιραστείτε τα 'πενενdάβο
(Λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς ΚΔ Ευ. Λουκ. 22,17)
Είχαν ένα τσ̑ουβάλ’ λίρες και γκρέβισ̑καν να τα μοιραστούν
(Εἰχαν ένα τσουβάλι λίρες και ήθελαν να το μοιραστούν)
Αραβαν.
-Dawk.
Πααίνει σου κομουσ̑ού τ’νε να πάρ’νι του ρούπ’, για να τα μοιραστούνι dεγί
(Πηγαίνει στον γείτονα, να πάρει το μέτρο για να τα μοιραστούν, ενν. τα χρήματα)
Μαλακ.
-Dawk.
Μοιραζούσανdαι τα παράδε
(Μοιραζόντουσαν τα χρήματα)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Μοιράσ̑ταμ’ dο, πήρεν όημισο εκείνο και όημισο εγώ
(Το μοιραστήκαμε, πήρε μισό εκείνος και μισό εγώ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ούλα να μοιραστούν από δυό-τρία τζίαρις
(Όλοι θα μοιραστούν από δυό-τρία τσιγάρα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.