μοκουρτατίζω
(ρ.)
μοκουρτατίζω
[mokurtaˈtizo]
Μαλακ.
Αόρ.
μοκουρτάτ'σα
[mokurʹtatsa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. mıkırdanmak = για βρέφη, βαβίζω (THADS, λ. mıkırdanmak).
Μουρμουρίζω