μόλος
(ουσ. αρσ.)
μόλος
[ˈmolos]
Αραβαν., Γούρδ., Φερτάκ.
μολόζης
[moˈlozis]
Φάρασ.
Πιθ. αντιδάν. από το τουρκ. ουσ. molos/moloz = α) χώματα, μπάζα, οικοδομικό υλικό β) είδος ασβέστη γ) χαλίκια, το οπ. από το μεσν. μόλος = προκυμαία, προβλήτα < λατιν. moles = α) πέτρινος σωρός ή όγκος β) ανάχωμα γ) μόλος (βλ. Kahane, Kahane & Tietze 1958: 311, λ. molo). Κατά τον Dawkins (1918: 81, 590) η λ. ανάγεται στο αρχ. βώλος με τροπή [b ή v > m] (πβ. μούκα-βούκα, μυζάνω-βυζάνω, μαίνω-μπαίνω). Στην συσχέτιση με το βῶλος αναφέρονται και οι Kahane, Kahane & Tietze 1958: 311, ως προς την σημασιολ. εξέλιξη από το ελλ. 'προκυμαία' στο τουρκ. 'μπαζα, χώματα, οικοδομικό υλικό'. Πβ. ποντ. μώλιν = σωρός λίθων.
2. Σβώλος χώματος
Φερτάκ.
3. Νερουλή λάσπη ή πηλός
Φάρασ.