αναβολή
(ουσ. θηλ.)
αναβολή
[anavoˈli]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ.
Από το αρχ. ουσ. ἀναβολή = α) ανάχωμα β) ανύψωση γ) άνοδος δ) αναβολή ε) μανδύας που ρίχνεται πίσω από τον ώμο. Η σημ. ‘εμετός’ από την ηδ. μεσν. σημ. ‘εμετικό' (βλ. LBG, λ. ἀναβολή).