ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναβολή (ουσ. θηλ.) αναβολή [anavoˈli] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Σίλ. Από το αρχ. ουσ. ἀναβολή = α) ανάχωμα β) ανύψωση γ) άνοδος δ) αναβολή ε) μανδύας που ρίχνεται πίσω από τον ώμο. Η σημ. ‘εμετός’ από την ηδ. μεσν. σημ. ‘εμετικό' (βλ. LBG, λ. ἀναβολή).
1. Ανάχωμα Αξ., Αραβαν., Γούρδ. : Ποίκε ποταμιού τ' αναβολή και ας πιάσουμε ψάρια (Φτιάξε το ανάχωμα του ποταμιού και ας πιάσουμε ψάρια) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. μόλος :1, μπαγίρι, σέτι :1
2. Χρυσοΰφαντο μεταξωτό κάλυμμα του προσώπου της νύφης Αραβαν., Σίλ. Πβ. τσάρι
3. Εμετός Αξ. Συνών. αναβόλισμα, ανεξέρασμα, ανεξερατιό