ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναβαίνω (ρ.) αναβαίνω [anaˈveno] Αξ., Τελμ. αναβαίνου [anaˈvenu] Μισθ., Φλογ. ανεβαίνω [aneˈveno] Αραβαν. Παρατατ. αναβαίνισ̑κα [anaˈveniʃka] Αξ., Μισθ. ανεβαίνιξα [aneˈveniksa] Μισθ., Σίλατ. ανέβαινα [aˈnevena] Τελμ. ανεβαίνκα [aneˈvenka] Φάρασ. Αόρ. ανέβα [aˈneva] Αραβαν., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Τσαρικ., Φλογ. ηνέβα [iˈneva] Γούρδ. Υποτ. αναβώ [anaˈvo] Αξ., Μισθ., Τελμ. ανεβώ [aneˈvo] Αξ., Σίλατ. ανα'ώ [anaˈo] Αξ. Προστ. Εν. ανέβα [aˈneva] Μισθ. Αρχ. ρ. ἀναβαίνω. Ο τύπ. ανεβαίνω μεσν.
1. Ανεβαίνω ό.π.τ. : Ένα μέρα ηνέβη σο ντώμα και κάμνισ̑κε κλωχάρα (Μια μέρα ανέβηκε στο δώμα και έγνεθε) Γούρδ. -Dawk. Αζ 'να'ούμ' (Ας ανεβούμε) Αξ. -Dawk. Αναβαίνισ̑καμ' 'ντετσ̑ού Χαdζη-Γιορντάν ντου μύλου (Ανεβαίναμε εκεί στον μύλο του Χατζηιορδάνη) Μισθ. -Κωστ.Μ. σ̑ύφτασαν ν' ανεβούν σο απάνω σον γκόζμο· 'πότε ανεβαίνιξαν, το κιριάς πλερώθην (Πρόλαβαν να ανέβουν στον απάνω κοσμο· καθώς ανέβαιναν, το κρέας τέλειωσε) Σίλατ. -Dawk. Ανέβα μόνο απάν' σου σκεπή τ', πήρα τα χτέρια (Ανέβηκα μόνο πάνω στην σκεπή της (ενν. της εκκλησίας στο Μιστί), πήρα τις πέτρες (ως ενθύμιο)) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Σόνgρα να εύρεις ερυό μαχαίρα, τ' ένα ανεβαίν', τ' άλλο κατεβαίν', τοζλανμι̂́σ̑α (Μετά θα βρεις δυο μαχαίρια, το ένα ανεβαίνει, το άλλο κατεβαίνει, σκονισμένα) Αραβαν. -Φωστ. Δου κ'λάτσ' ανέβην απάν' 'ς ένα χτα̈́ρ και αραΐζ' κάτι (Το παιδί ανέβηκε πάνω σε έναν βράχο και ψάχνει κάτι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μόνο ένα παραστάδι ανεβαίνκαμε και κατεβαίνκαμε και μπαίναμε σ̑ον χαϊμά (Μόνο ένα σκαλί ανεβαίναμε και κατεβαίναμε και μπαίναμε στον προθάλαμο) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Καταβαίνισκα, πουρπάιζα, αναβαίνισκα, καταβαίνισκα (Κατέβαινα, περπατούσα, ανέβαινα, κατέβαινα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Δετσού γ̑ίσα αν πας, 'ς ατό του μπαΐρ', που λεμ', αναβαίνεις, ἐχ' τη νεκκλησ̑ά (Εκεί ίσια αν πας, σ' αυτό το ύψωμα, που λέμε, ανεβαίνεις, έχει την εκκλησία) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. ’τον ανεβείς εσ̑ύνα, τραβάς κι εμένα (Όταν ανεβείς εσύ, τραβάς κι εμένα) Σίλατ. -Dawk. Ε ιτιά ούλα τίαλ' να αναβούν; (Ε αυτοί όλοι πώς θα ανεβούν;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Νταρά αν ειπούν «Aνέβα!», αναβαίνου νταρά· ανάgη ντε έου (Τώρα αν πούνε «Aνέβα!», ανεβαίνω τώρα· ανάγκη δεν έχω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Όλιος ανέβεν (Ο ήλιος ανέβηκε˙ η ημέρα προχώρησε προς το μεσημέρι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. βγαίνω
2. Σκαρφαλώνω ό.π.τ. : Ανέβαν σ'ένα 'οβάχ (Σκαρφάλωσαν σε μιά λεύκα) Αραβαν. -Dawk. Και πήγεν και ανέβην σο μεϊβάν απάνω (Και πήγε και σκαρφάλωσε πάνω σε ένα οπωροφόρο δέντρο) Τελμ. -Dawk. Ύστερα ανέβανε ασ' 'α ντουβάρια (Ύστερα σκαρφαλώσανε από τα ντουβάρια) Σίλατ. -Dawk. Ύστερα γϋζbασ̑ής ντıρμάν'σεν ανέβεν σο ντουβάρ' απάνω (Μετά ο λοχίας σκαρφάλωσε απάνω στον τοίχο) Φλογ. -Dawk. Τέσσερα αναβαίνισ̑καν απαν’ σα σέμια τ’ (Τέσσερις ανέβαιναν απάνω στους ώμους τους ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ήτον κρημνός και δεν πααίνισκαμ', ένα νέο παιδί μπόρισκε και ανέβαινε (Ήταν γκρεμός και δεν πηγαίναμε, ένα νέο παιδί μπορούσε και σκαρφάλωνε) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Ας άγω 'γώ αψίδρομη και ας μείνω αύριον ας έρτω,
ασόν αναβώ υψηλοβούνι και χαλασμένον κάστρος
((Ας πάω εγώ γρήγορα και ας μείνω (στον δρόμο) και αύριο ας επιστρέψω,
μέχρι να ανεβώ σε ψηλό βουνό και σε χαλασμένο κάστρο))
Τελμ. -Lag.
Συνών. γιαπιστίζω, ορλατίζω, ντιρμαντίζω
3. Καβαλικεύω, επιβιβάζομαι Μισθ., Φλογ. : Αναβαίνου λουγου απάν' (Ανεβαίνω πάνω στο άλογο) Μισθ. -Κοτσαν. Σου γαϊdούρ' απάν' ανεβαίνιξι εκείνου ντεκαοχτώ χρόνου κ'λάτσ' (Στο γαϊδούρι επάνω ανέβαινε εκείνο το 18χρονο παιδί) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Απ' Νίγδη επιτσειζού ανέβαν σου τουρέν' (Από την Νίγδη από 'κεί ανέβηκαν στο τρένο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τράν'σα το τρεν' σηκούται. Έτρεξα, ανέβα, δόξα σε ο Θεός, κουλτώσαμ' κι αποκεί (Κοίταξα, το τρένο ξεκινά. Έτρεξα, ανέβηκα, δόξα σοι ο Θεός, γλυτώσαμε κι αποκεί) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Ανέβαν σου πλοίο, ήρταν (Ανέβηκαν στο πλοίο, ήρθαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ατλαντίζω, καλλικεύω, μπιντώ, μπινεύω
4. Για ζυμάρι, φουσκώνω Αραβαν., Μισθ., Τσαρικ. : Το ζ̑υμάρ' ανέβη (Το ζυμάρι φούσκωσε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Αναβαίν’ ντου ψωμί (Φουσκώνει το ψωμί) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. άφτω