αμπρουσλαντίζω
(ρ.)
αμbρουσλανdίζου
[ambruslaˈdizu]
Μισθ.
Πιθ. από το ουσ. πρήξιμο, όπου και τύπ. προύσιμου, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω.
Πρήζομαι και αλλάζω όψη
Πβ.
φουσκώνω :2