άμπουλα
(ουσ. θηλ.)
άμbουλα
[ˈambula]
Σίλατ., Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. ἄμπουλα < μεταγν. ἀμβοῦλλα (< λατιν. ampulla). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ.
Γυάλινη φιάλη
ό.π.τ.