ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αμπάρι (ουσ. ουδ.) αμbάρ' [amˈbar] Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Τσελτ., Φάρασ., Φλογ. 'μπάρι [bari] Αφσάρ., Φάρασ. Από το νεότ. ουσ. ἀμπάρι, το οπ. από το τουρκ. ambar (< περσ. anbār) = α) αποθήκη β) σιταποθήκη γ) αμπάρι πλοίου δ) δοχείο ογκομετρήσεως στερεών. Βλ. Κριαρ., λ. αμπάρι.
Αποθήκη καρπών, κυρίως σιτηρών ό.π.τ. : Γιόμουναμ' ντου γέλμα 'ς αμbάρ' απέσ' (Βάζαμε τα σιτηρά μέσα στην αποθήκη) Μισθ. -Κοτσαν. Σου ναυλή μέσα αλώνι'ίς τα, βόριζίς τα, μάισκις του σου αμbάρ' (Στην αυλή μέσα τα αλώνιζες, τα λίχνιζες, τα μάζευες στην σιταποθήκη) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κουβάλειναμ' μι δα τράη μας 'ς αμbάρια (Το κουβαλούσαμε (ενν. το σιτάρι) με τις πλάτες μας στις σιταποθήκες) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Το στάρι το πααίνκαμε σπίτι μας και γιομίζαμε τ' αμbάρια (Το σιτάρι το πηγαίναμε στο σπίτι μας και γεμίζαμε τις σιταποθήκες) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 || Φρ. Του αμbαριού το σπίτι (Το δωμάτιο της αποθήκης˙ αποθήκη σιταριού) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ322 Αμbάρ' εβί (Του αμπαριού το σπίτι < τουρκ. φρ. ambar evi˙ δωμάτιο αποθήκης) Σινασσ. || Ασμ. Χίλια μίλια και χίλια χωρίς μέτρος,
γεμίσανε τ’ αμbάρια γέννημα και κιθάρι
(Xίλια μίλια κι άλλα χίλια χωρίς μέτρημα
γεμίσανε οι αποθήκες στάρι και κριθάρι
(κάλαντα))
Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Πβ. γωνία