αμμουδιά
(ουσ.)
αμμουδιά
[amuˈðʝa]
Ανακ., Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
αμμουdιά
[amuˈdʝa]
Μισθ.
αμμουζιά
[amuˈzʝa]
Μισθ.
αμμουριά
[amuˈrʝa]
Αραβαν.
αμμοδία
[amoˈðia]
Τελμ.
Από το νεότ. ουσ. ἀμμουδία (Λεξ. Πόρτ.) Ο τύπ. αμμουδιά με συνίζηση επίσης νεότ., στους Βλάχ. Σομ.
2. Άμμος
Αραβαν., Μισθ., Τροχ., Φλογ.
:
Να πάου σου ποτάμ' να φέρου αμμουζιά
(Θα πάω στο ποτάμι να φέρω άμμο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το ψωμί έχ' αμμουριά
(To ψωμί έχει άμμο)
Αραβαν.
-ΙΛΝΕ
Γιάρνταναν να μι τσακωχεί, γιόμουναν ντου μι αμμουdιά, άλας
(Έσκαβαν για να μην σπάσει (ενν. το ταντούρι), το γέμιζαν με άμμο, αλάτι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
άμμος, κούμι :1