αμαρτία
(ουσ.)
αμαρτία
[amarˈtia]
Ποτάμ., Σίλ., Τροχ.
αμαρτιά
[amarˈtça]
Ανακ.
αμάρτια
[aˈmartça]
Σίλατ., Σίλ., Τελμ.
αμάρτζα
[aˈmardza]
Τελμ., Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. ἁμαρτία. Ο τύπ. αμαρτιά ήδη μεσν.
1. Ηθικό παράπτωμα, και ειδικότ. σεξουαλικής φύσεως
ό.π.τ.
:
Δεν πρέκοβεν, έν’ αμαρτία, όποιος δούλευεν τη γιορτή
(Δεν πρόκοβε, είναι αμαρτία όποιος δούλευε ημέρα γιορτής)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ326
Μπαίνου τσιζ αμαρτίες
(Υποπίπτω σε αμαρτίες)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ετό τ' όργο ντε νιέται, μέγα αμαρτία 'ναι
(Αυτό το πράμα δεν γίνεται, είναι μεγάλη αμαρτία)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1554
|| Ασμ.
Δόξα σ̑' κι ο Θεός! Πάντ' αμαρτιά και αν ποίκα:
αν τ' φίλησα, ας είν' η ξενιτιά μου ((Δόξα να έχει κι ο Θεός! Ό,τι αμαρτία κι αν έκανα:
αν την φίλησα, ας φταίει ότι ήμουν στην ξενιτιά)) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. γκουνάχι, κρίμα
αν τ' φίλησα, ας είν' η ξενιτιά μου ((Δόξα να έχει κι ο Θεός! Ό,τι αμαρτία κι αν έκανα:
αν την φίλησα, ας φταίει ότι ήμουν στην ξενιτιά)) Ανακ. -ΙΛΝΕ 374 Συνών. γκουνάχι, κρίμα
2. Φαντασία
Τελμ., Φάρασ.
:
|| Ασμ.
μάνα, εψές ’ς όραμά μου, μάνα, σην αμαρτιά μου
μάνα, ’ς απέσω σα σπίτια μας, μάνα, ’ς απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκει, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λυγίζει, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag.
μάνα, ’ς απέσω σα σπίτια μας, μάνα, ’ς απέξω σην αυλή μας
σα κελλάρια μας ώριο δένδρο γυρίσκει, το κλώνι του σκορπίσθαν (Μάνα, χτες στο όνειρό μου, μάνα στην φαντασία μου
μάνα μέσα στα σπίτια μας, έξω στην αυλή μας
όμορφο δέντρο λυγίζει, τα κλώνια του σκορπίστηκαν) Τελμ. -Lag.