αμάν
(επιφ.)
αμάν
[aˈman]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Σίλ., Τελμ., Τροχ.
αμάνι
[aˈmani]
Φάρασ.
μανά
[maˈna]
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
οργιαμάνι
[orʝaˈmani]
Φάρασ.
Τουρκ. επιφών. aman = έλεος, για όνομα του Θεού, όπου και διαλεκτ. τύπ. amanı. Για τον τύπ. μανά πβ. τα τουρκ. διαλεκτ. επιρρήματα απορίας mânı/mani. Eδώ μάλλον ανήκουν και οι τύποι οργιαμάνι (= ωρέ αμάνι) και αργισμάνι (τυπογραφικό σφάλμα αντί αργιαμάνι) με την ερμηνεία 'επιφώνημα θαυμαστικόν' του Καρολίδη (1885: 202), τα οπ. φυσικά δεν έχουν καμία σχέση με το αρχ. επίθ. ἀρειμάνιος όπως υποθέτει ο Lagarde (1886: 43).
1. Αμάν, επιφών. που δηλώνει ποικίλα συναισθήματα όπως παράκληση, λύπη, απόγνωση, δυσαρέσκεια, δυσφορία, θαυμασμό
ό.π.τ.
:
Αμάν, γιαβρού μ' τετέ, ότσ̑ι γκάι και ποίκεις, ποίκε· εμένα γούλτω με
(Αμάν γριά, κάνε ό,τι μπορείς· σώσε με.)
Τελμ.
-Dawk.
Αμάνι χεγκ̇ιντί πουλί, εγώ π' 'άν’dα ποίκω;
(Αμάν πουλί μου, τι θα κάνω εγώ με αυτό;)
Φάρασ.
-Dawk.
Αμάν Παναγιά μου, πότ' σε να νιούσ' ούλες αυτές οι ζουλειές;
(Αμάν Παναγία μου, πότε θα γίνουν όλες αυτές οι δουλειές)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Αμάν εσ̑ύ να μας γουλτώεις απ' ερού σα φσ̑έγια και όσα παρέγια γκρεύεις να τα ντώκουμ' σε
(Αμάν, γλύτωσέ μας από αυτά τα παιδιά, και όσα λεφτά θέλεις θα σου τα δώσουμε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Αμάν χωρανούς ντα τίδα τι να α ποίκουμ', λέ', ντα γιαυτούς μας ας ρανήσουμ'
(Αμάν τα ξένα τέτοια τι να τα κάνουμε, λέει, τους εαυτούς μας ας κοιτάξουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αμάν βαρέθηκαμ' ασ' στη ψυή μας, να πεθάνουμ' και να γουρτώσουμ'!
(Αμάν πια, βαρεθήκαμε ως τα βάθη της καρδιάς μας, να πεθάνουμε και να γλυτώσουμε!)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
«'γώ τσ̑ο νοίζω.» 'στέρου είπεν ντι κι: «Αμάνι. 'α γλυτώς δύο ψυσ̑ές»
(«Εγὠ δεν σου ανοίγω». Τότε της είπε «Αμάν, άνοιξε! Θα σώσεις δύο ζωές»)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Πενήνdα ημέρες ’ύρτσεν ντα τ͑ουβάνι
είπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι ((Πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα
είπαν λοιπόν τα ζώα αμάν)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Πβ. ιμπί
είπαν τι τζ̑αι τα χαϊβάνια αμάνι ((Πενήντα ημέρες το γύρισε σε χιονοθύελλα
είπαν λοιπόν τα ζώα αμάν)) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Πβ. ιμπί
2. Ως επιφών. έκπληξης, θαυμασμού ή τρόμου με τους τύπ. μάνα και μανά
Ανακ., Μαλακ., Σινασσ.
:
|| Φρ.
Μανά, ογείς τούρκεψεν
(Ωχ, κάποιος τούρκεψε˙ το έλεγαν όταν ἐρριχνε χαλάζι)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
διάτανος, ήμαρτον, ωχ