ήμαρτον
(επιφ.)
ήμαρτον
[ˈimarton]
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ.
ήμαρτο
[ˈimarto]
Αξ., Ουλαγ., Σίλ.
ήμαρτος
[ˈimartos]
Σινασσ.
γήμαρτον
[ˈʝimarton]
Σίλ.
γήμαρτο
[ˈʝimarto]
Ποτάμ., Σίλ.
Αρχ. αόρ. ἥμαρτον του ρ. ἁμαρτάνω = σφάλλω. Η λ. από την λόγ. παράδ.
1. Επιφωνηματικώς, έσφαλα, συγγνώμη
ό.π.τ.
:
Υστεριάς βαβάς τσ̑ης πικρά πικρά μυριογογίσκι: «Γήμαρτον!»
(Μετά ο πατέρας της έκλαιγε πολύ πικρά: «Έσφαλα!» )
Αξ.
-Dawk.
Αδαρά είπα κοτι̂́ λόγος· ήμαρτον!
(Τώρα είπα κακιά κουβέντα· ήμαρτον!)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Έλα στο ήμαρτον
(Έλα στο συγγνώμη˙ δείξε κατανόηση)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
2. Ως έκφραση αγανακτήσεως, ήμαρτον
Σινασσ.
:
Ήμαρτον, άλλο δεν ντο θιάνω
(Ήμαρτον, άλλο δεν το φτιάχνω)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
αμάν