ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ήμαρτον (επιφ.) ήμαρτον [ˈimarton] Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλ., Σινασσ., Φερτάκ. ήμαρτο [ˈimarto] Αξ., Ουλαγ., Σίλ. ήμαρτος [ˈimartos] Σινασσ. γήμαρτον [ˈʝimarton] Σίλ. γήμαρτο [ˈʝimarto] Ποτάμ., Σίλ. Αρχ. αόρ. ἥμαρτον του ρ. ἁμαρτάνω = σφάλλω. Η λ. από την λόγ. παράδ.
1. Επιφωνηματικώς, έσφαλα, συγγνώμη ό.π.τ. : Υστεριάς βαβάς τσ̑ης πικρά πικρά μυριογογίσκι: «Γήμαρτον!» (Μετά ο πατέρας της έκλαιγε πολύ πικρά: «Έσφαλα!» ) Αξ. -Dawk. Αδαρά είπα κοτι̂́ λόγος· ήμαρτον! (Τώρα είπα κακιά κουβέντα· ήμαρτον!) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Έλα στο ήμαρτον (Έλα στο συγγνώμη˙ δείξε κατανόηση) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.
2. Ως έκφραση αγανακτήσεως, ήμαρτον Σινασσ. : Ήμαρτον, άλλο δεν ντο θιάνω (Ήμαρτον, άλλο δεν το φτιάχνω) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αμάν
3. Ως έκφραση θαυμασμού Σινασσ. Συνών. αμάν :2, διάτανος :4