ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ήλιος (ουσ. αρσ.) ήλιος [iʎos] Μισθ. ήλιους [ˈiʎus] Μισθ. ήλος [ˈilos] Φάρασ. έλιος [ˈeʎos] Αξ., Τελμ., Τροχ. όλιος [ˈοʎos] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ., Φλογ. όλιους [ˈοʎus] Αραβ., Μισθ., Τζαλ., Τσαρικ., Φλογ. όηλιος [ˈοiʎos] Φάρασ. όηλος [ˈοilos] Κίσκ., Φάρασ. γιούλης [ˈʝulis] Σίλ. Γεν. ηλού [iˈlu] Φάρασ. Αρχ. ουσ. ἥλιος. Οι τύπ. όηλιος και όηλος από συνεκφορά της λ. με το άρθρ. κατά τον Ανδριώτη (1948: 24). Ο τύπ. ήλος λόγω της συστηματικής τροπής του [jos] σε [os] (π.χ. παλός = παλιός’, Ρωμός = Ρωμιός’, βλ. Ανδριώτης (1948: 23).
1. Ήλιος, ο φωτεινότερος αστέρας του πλανητικού συστήματος όπου ανήκει και η Γη ό.π.τ. : σ̑ηκούται το φσ̑άχ' πούρμι να βγει όλιος (σηκώνεται το παιδί πριν βγει ο ήλιος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Απαπάνου μας όλιους καύτιξιν, τσι 'μείς σα κόμαδα χέριζαμ’ (Αποπάνω μας ο ήλιος έκαιγε και εμείς στα χωράφια θερίζαμε) Μισθ. -Κοτσαν. Ερώτα δου 'παπού βγαίν’ όλιους (Ρωτούσε από πού βγαίνει ο ήλιος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ξέβην όλιος (Βγήκε ο ήλιος) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Γιούλης ξεβάνει οπ’ τσην ανατολή (Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Το ρουσ̑ί μουώνει τον ήλο (Το βουνό κρύβει τον ήλιο) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Αβούτσα σκορπίζ’ όλιος σα βουνά, αβούτσα να σκορπίσ’ και τ’ όρομα (Όπως σκορπάει ο ήλιος στα βουνά, έτσι να σκορπίσει και το (κακό) όνειρο) Ανακ. -Κωστ.Α. || Φρ. Να 'νοίξει όηλιος (Να ανοίξει ο ήλιος˙ να ανατείλει ο ήλιος) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Τσήωσ’ οήλιος (Ψήλωσε ο ήλιος˙ ανέτειλε) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. ‘ξέβην όλιος (βγήκε ο ηλιος˙ ανέτειλε) Ανακ. -Κωστ.Α. Καταβαίν' όλιους (Κατεβαίνει ο ήλιος˙ δύει ο ήλιος) Μισθ. -Κοτσαν. Της Ε Άννας ’υρίζετ’ όηλος (Της Αγίας Άννας γυρίζει ο ήλιος˙ ανήμερα της Αγίας Άννας 9 Δεκεμβρίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο, ήταν η ημέρα του χειμερινού ηλιοστασίου) Φάρασ. -Λουκ.Πετρ. Έχ’ ναγούλα όλιους (Έχει άλω ο ήλιος˙ η άλως γύρω από τον ήλιο ως ένδειξη επικείμενης κακοκαιρίας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πιάστση όλιος (Πιάστηκε ο ήλιος˙ ο ήλιος έπαθε έκλειψη. Πβ. τουρκ. Güneş tutulması ‘έκλειψη ηλίου, το πιάσιμο του ήλιου’) Φλογ., Αραβαν., Αραβ. -Φωστ.-Κεσ. Όλιος κατέβεν ση μάνα τ' (Ο ήλιος κατέβηκε στην μάνα του˙ ο ήλιος έδυσε) Αραβ. -ΚΜΣ-ΚΠ165 || Ασμ. Αβούτσα σκορπίζ’ όλιος σα βουνά, αβούτσα να σκορπίσ’ και τ’ όρομα (όπως σκορπάει ο ήλιος στα βουνά, έτσι να σκορπίσει και το (κακό) όνειρο
από επωδή που έλεγαν όταν έβλεπαν κακό όνειρο πετώντας σε ένα σταυροδρόμι λίγο ψωμί )
Ανακ. -Κωστ.Α.
Συνών. εβλεμή
2. Η ακτινοβολία του ήλιου και η θερμότητα που εκπέμπει το ομώνυμο ουράνιο σώμα ό.π.τ. : Ψήνουμ’ ντου σ̑τάρ’, σ̑άνουμ’ ντου κόλλ’φα, απλώμουμ’ ντα, ξερὠνουν 'ς τουν όλιου (Ψήνουμε το σιτάρι, το κάνουμε κόλλυβα, τα απλώνουμε, στεγνώνουν στον ήλιο) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έλιος μαύρωσεν το πρόσωπο (Ο ήλιος μαύρισε το πρόσωπο) Τελμ. -Dawk. || Φρ. Έκρουεν ντο όλιος (Τον χτύπησε ο ήλιος˙ έπαθε ηλίαση) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ντε δου κρούει όλιος νταρά πολύ (Δεν τον χτυπάει πολύ ο ήλιος˙ δεν τον καίει πολύ ο ήλιος) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ.