αλωνίζω
(ρ.)
αλωνίζω
[aloˈnizo]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Φκόσ., Φλογ.
αλωνίζου
[aloˈnizu]
Μισθ., Σεμέντρ.
Παρατατ.
αλώνιζα
[aˈloniza]
Μισθ.
Αόρ.
αλώνισα
[aˈlonisa]
Μισθ.
αλώντσα
[aˈlontsa]
Αξ.
Προστ. Εν.
αλώντσι
[aˈlontsi]
Μισθ.
Μεταγν. ρ. ἁλωνίζω. %i
Αλωνίζω, διαχωρίζω με εργαλείο ή μηχάνημα τον καρπό του σίτου από τα άχυρα
ό.π.τ.
:
Χέρσαν το γέννημα και το κιχάρ' και ήφεραν τα στ’ αλών’ να τα αλωνίσουν και τα χωρίσουν από το άχυρον
(Θέρισαν το σιτάρι και το κριθάρι και τα έφεραν στο αλώνι να τα αλωνίσουν και να τα χωρίσουν από το άχυρο)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Aλωνίζου μι ντου ντουκάν
(Aλωνίζω με το δουκάνι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι δα αλούγαδα αλώνιζαν, μι δα βόϊα ντεν αλώνιζαν
(Με τα άλογα αλώνιζαν, με τα βόδια δεν αλώνιζαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λέισκαμ' ατά τσ̑είδι χωράφι μ', αλώντσι δου
(Λέγαμε αυτό είναι το χωράφι μου, αλώνισέ το)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σου ναυλή μέσα αλώνι'ίς τα, βόριζίς τα, μάισκις του σου αμbάρ'
(Στην αυλή μέσα τα αλώνιζες, τα λίχνιζες, τα μάζευες στην σιταποθήκη)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αλώνω, κιασλαντίζω