Αμπαριστής
(ουσ. αρσ.)
Αμπαριστής
[ambariˈstis]
Τζαλ.
Από το ουσ. αμπάρι και το παραγωγ. επίθμ. -ισ-τής.
Ο μήνας Αύγουστος, γιατί τότε γινόταν η αποθήκευση των σιτηρών
Συνών.
Άγουστος