ανά (II)
(ουσ. θηλ.)
ανά
[aˈna]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. anne, ana = μητέρα (< παλ. τουρκ. ana). Πβ. και πρωιμ. μεσν. ἀννίς (Hσύχ. Α 5229 «ἀννίς· μητρὸς ἢ πατρὸς μήτηρ»).