ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανά (II) (ουσ. θηλ.) ανά [aˈna] Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. anne, ana = μητέρα (< παλ. τουρκ. ana). Πβ. και πρωιμ. μεσν. ἀννίς (Hσύχ. Α 5229 «ἀννίς· μητρὸς ἢ πατρὸς μήτηρ»).
Μητέρα ό.π.τ. : || Φρ. Ανά σουγιού (Mητέρα του νερού˙ νερομάνα) Σινασσ. -Βλασ. Μεγάνε (Μεγαλομάνα˙ προσφώνηση προς ηλικιωμένη) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Μικρόνε (Μικρομάνα˙ προσφώνηση προς μεσόκοπη) Σινασσ. -Ρίζ.Αγ. Συνών. μάνα, μητέρα, νινέ