αναβασίδι
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
αναβασία
[anavaˈsia]
Μισθ.
αναβασίις
[anavaˈsiis]
Μισθ.
Από το νεότ. ουσ. ἀναβασίδι (Λεξ. Κριαρά), το οπ. από το ρ. αναβάζω (θ. αορ. αναβασ-) και το παραγωγ. επίθμ. -ίδι.