αναγκαλίζομαι
(ρ. αποθ.)
αναγκαλιζιέμι
[anagaliˈzʝemi]
Μισθ.
εναgαλιζιέμι
[enagaliˈzʝemi]
Μισθ.
Από το μεταγν. ρ. ἐναγκαλίζομαι > μεσν. ἀναγκαλίζομαι με υποχωρητ. αφομ.
Αγκαλιάζω
Συνών.
αγκαλιάζω, κοτζακλαντίζω, αγκαλίζομαι