ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκαλιάζω (ρ.) ανgαλιάζω [aŋgaˈʎazο] Αξ. ανgαλιάζουμαι [aŋgaˈʎazume] Αξ. 'γκαλιέζουμαι [gaˈʎezume] Φάρασ. Από το νεότ. ρ. ἀγκαλιάζω με επίδρ. του αρχ. ρ. ἀγκαλίζομαι. Πβ. Πόντ. αγκαλιάσκουμαι.
Αγκαλιάζω ό.π.τ. : Aγκαλιάζουνdαι, φιλιένdαι (Αγκαλιάζονται, φιλιούνται) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συρτιέται 'ς τα τρία τ'νε απάνω ανgαλιάζ' τα μπαιντιά τ’ με τ’ ναίκα τ’ (Ορμάει πάνω στους τρεις τους, αγκαλιάζει τα παιδιά του με την γυναίκα του) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. αγκαλίζομαι, αναγκαλίζομαι, κοτζακλαντίζω