ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκάθι (ουσ. ουδ.) αgάθι [aˈgaθi] Σινασσ. αgάθ’ [aˈgaθ] Μαλακ., Σίλατ., Σινασσ., Φλογ. αgάγ̑’ [aˈgaʝ] Αξ. αgάι [aˈgai] Μισθ., Τσαρικ. αgάχ’ [aˈgax] Μισθ. αgάζ’ [aˈgaz] Σεμέντρ. αgάτ’ [aˈgat] Φερτάκ. αgάρ’ [aˈgar] Αραβαν., Γούρδ. 'γκάθι [ˈgaθi] Φάρασ. Μεσν. ουσ. ἀγκάθι το οπ. από το αρχ. ἀκάνθιον. Ο τύπ. αgάγ̑’ ίσως με βάση τον πληθ. αgάγια (< αgάθια).
1. Αγκάθι ό.π.τ. : Πάτ’σα ’να αgάθι (Πάτησα ένα αγκάθι) Σινασσ. -Αρχέλ. Έπεσεν και κάην το αgάτ’ (Έπεσε και κάηκε το αγκάθι, ενν. μέσα στο ταντούρι) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. ’ς ανgάχια απάν’ ντεν είχαμ’ φορτσ̑ές να φορώσουμ’ (Στα αγκάθια απάνω δεν είχαμε φορεσιές [δηλ. παπούτσια] να φορέσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Γαϊδουριού αgάρ’ (Γαϊδουράγκαθο)) Αραβαν. Ανgάγ̑’ χοιράνgαγιογιου (Αγκάθι σκατζόχοιρου)) Αξ. -Μαυροχ. Μελισσού τ’ αgάχ’ (Το αγκάθι της μέλισσας˙ το κεντρί της μέλισσας) Μισθ. -Κωστ.Μ. Είσ' ανdί παρουλού ’gάθι (Είσαι σαν παλιουριού αγκάθι˙ για κακούς ανθρώπους) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Κάθεται σα 'γκάθε πάνου (Κάθεται πάνω στα αγκάθια˙ ανυπομονεί) -Λουκ.Λουκ. Τσάπου ’α υπά, ένι α ’γκάθι μπρον ντου (Όπου και να πάει, είναι ένα αγκάθι μπροστά του˙ για όσους αντιμετωπίζουν συνέχεια δυσκολίες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Το αγκάθ’ από μικρό κενdά (Το αγκάθι τσιμπάει από μικρό˙ ο κακός χαρακτήρας φαίνεται ήδη από την παιδική ηλικία) Σινασσ. -Αρχέλ. || Ασμ. Πήγεν ’τσα κάτ’ σο ντερέ, πάτ’σι Χριστού αgάια
Πήρι Χριστού βολόνια, ξέβαλι Χριστού αgάια
( Πήγε ’κεί κάτω στην ρεματιά, πάτησε Χριστού αγκάθια,
πήρε του Χριστού βελόνια, έβγαλε του Χριστού τ’ αγκάθια)
Μισθ. -Κωστ.Μ.
Συνών. καλέμι, ντικένι
2. Ξερόχορτο Μισθ., Φλογ. : Φέρισκαμ' ασ’ τα χωράφια αgάθια (Φέρναμε απ' τα χωράφια ξερά χόρτα) Φλογ. -ΚΜΣ-ΚΠ191 Ξέβαλα τ’ αgάχα τσ̑ι ντώκα τα νισ̑ά (Έβγαλα τα ξερόχορτα και τους έβαλα φωτιά, ξεχορτάριασα το χωράφι) Μισθ. -Κωστ.Μ.