ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγκιζόμ (ουσ. ουδ.) αgιζόμ [aɟiˈzom] Μισθ. αγκοζόμ [agoˈzom] Μισθ., Φλογ. αγκουζόμ [aguˈzom] Μαλακ. αgιζόν [aɟiˈzon] Μπέηκ. Πληθ. αγκουζόμια [aguˈzomɲa] Μαλακ. αγκοζόμια [agoˈzomɲa] Ποτάμ., Φλογ. Από το μεταγν. ουσ. εὔζωμον = είδος φυτού, ρόκα, βλ. ΙΛΝΕ λ. αζούματο και κυρίως Καραποτόσογλου (2003: 190).
Είδος ρόκας (eruca cappadocica) από τον σπόρο του οποίου παραγόταν λάδι (μπεζίρι-λινέλαιο) ό.π.τ. : 'τον έρτουμ' νένοιξ', να σπείρουμ' τα κ'σάρια τσ̑ι ντα ρόβια τσ̑ι ντα φακούια τσ̑ι ντ' αgιζόμ (Όταν έρθουμε την άνοιξη, θα σπείρουμε τα κριθάρια και τις ρόβες και τις φακές και την ρόκα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Το αγκοζομιού λάι κάφτισ̑καν το (Το λάδι της ρόκας το έκαιγαν, ενν. για να το ρίξουν στο φαΐ, γιατί ήταν πικρό) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πέσκαμ’ σα μάνgανους αgιζόν’, βγάζαμε ελάι (Πιέζαμε στα μάγγανα σπόρο ρόκας, βγάζαμε λάδι) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 Tσ̑άπιζαμ' τα, να θέκουμ' λία παχλά, αγκοζόμια, τερέδια (Τα σκαλίζαμε, για να φυτέψουμε λίγα κουκκιά, ρόκες, κάρδαμο) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ328 Πβ. λούλα