αγλατούρντημα
(ρ.)
αγλατούρντημα
[aɣlaˈturdima]
Μισθ.
Από το ρ. αγλατουρντίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Παιδεμός, ψυχική πίεση
Συνών.
ζόρι