ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αγλατουρντίζω (ρ.) αγλατ͑ουρντίζω [aɣlatʰurˈdizo] Φάρασ. αγλατουρντίζου [aɣlaturˈdizu] Μισθ. αγλατουρτίζω [aɣlaturˈtizo] Σινασσ. Αόρ. αγλατούρτ'σα [aɣlaˈturtsa] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. ağlattırmak (αόρ. ağlattırdı) = κάνω κάποιον να κλαίει, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Στενοχωρώ, κάνω κάποιον να κλάψει ό.π.τ. : Αγλατούρτ'σεν πουά καρντίες (Έκανε πολλές καρδιές να κλάψουν) Φάρασ. -Αναστασ. Συνών. νταγλαντίζω, πατλαντίζω, στεναχωρώ